- φιλόστονος
- -ον, Μαυτός που τού αρέσει να στενάζει.επίρρ...φιλοστόνως Αμε στεναγμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + στόνος «στεναγμός» (< στένω), πρβλ. βαρύ-στονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόστονος — delighting in groans masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοστόνως — φιλόστονος delighting in groans adverbial φιλόστονος delighting in groans masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)